- χατέω
- Α(επικ. τ.) (σε χρήση μόνον ο ενεστ.)1. (με απρμφ.) επιθυμώ διακαώς, ποθώ να κάνω κάτι2. (με γεν. και σπαν. με αιτ.) έχω ανάγκη από κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. χᾰτέω ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *ghē- η οποία εμφανίζει διπλή σημ.: «είμαι άδειος, λείπω, απουσιάζω» (πρβλ. χήρα, πιθ. χῶρος) και «αφήνω, φεύγω, πηγαίνω» (πρβλ. κιχάνω, χάζω) και έχει σχηματιστεί κατά τους ενεστώτες σε -τέω (πρβλ. μα-τέω, δα-τέομαι, πα-τέομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.